- οίπερ
- οἷπερ (Α)(δ. γρφ·) επίρρ. βλ. οι (II).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οἷπερ — whither indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἵπερ — οἱ , ἕ masc/fem dat sg (epic ionic) οἵ , ὁ lentil masc nom/voc pl οἵ , ὅς yas masc nom pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ος — (I) η, ο (ΑΜ ὅς, ἥ, ὅ, Α αρσ. και ὃ) (αναφ. αντων.) 1. ο οποίος (α. «ο περί ου ο λόγος» αυτός για τον οποίο μιλάμε β. «φίλον θάλος, ὃν τέκον αὐτή», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) «καθ ο», «καθ α» και, με συντμ., «καθό», «καθά» i) λόγω τού ότι ii) ακριβώς… … Dictionary of Greek
ύσπερ — ή ὕσπερ Α επίρρ. δωρ. τ. τού οἷπερ … Dictionary of Greek